- ἀποπερκόομαι
- ἀποπερκόομαι, ([etym.] πέρκος)A colour, of ripening grapes, S.Fr.255.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κἀποπερκοῦται — ἀποπερκοῦται , ἀποπερκόομαι colour pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)